ЗАВАРКА - ορισμός. Τι είναι το ЗАВАРКА
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ЗАВАРКА - ορισμός


заварка      
ж.
1) Действие по знач. глаг.: заварить (2*1а1,3).
2) Состояние по знач. глаг.: завариваться (1).
3) а) Сухой чай, предназначенный для настаивания.
б) Заваренный, настоявшийся чай, не разбавленный кипятком.
заварка      
ЗАВ'АРКА, заварки, ·жен. Действие по гл. заварить
в 1, 2 и 3 ·знач. Чаю осталось на одну заварку. Заварка раковин (пустот в литье).
ЗАВАРКА      
2. (разг.) чай для заваривания, а также сам заваренный чай.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ЗАВАРКА
1. Отлично подойдут кофейная заварка, соль, запаренные отруби.
2. Заварка и закваска томятся на верхних, специально приспособленных этажах хлебозавода.
3. Чайная заварка и прочие народные средства для зверей не подходят.
4. Или взять обыкновенный чайный пакетик - бумага+заварка, думаете?
5. Причем делать это можно по нескольку раз - каждая последующая заварка будет крепче и горше на вкус.
Τι είναι заварка - ορισμός